- ζουπάω
- ζουπάω και ζουπώ και ζουπίζω ζούπησα και ζούπηξα, ζουπήχτηκα, ζουπηγμένος1. πιέζω ισχυρά: Ζούπα το φελλό να πέσει μέσα στο μπουκάλι.2. συνθλίβω για εξαγωγή χυμού: Ζουπώ το λεμόνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.