ζουπάω

ζουπάω
ζουπάω και ζουπώ και ζουπίζω ζούπησα και ζούπηξα, ζουπήχτηκα, ζουπηγμένος
1. πιέζω ισχυρά: Ζούπα το φελλό να πέσει μέσα στο μπουκάλι.
2. συνθλίβω για εξαγωγή χυμού: Ζουπώ το λεμόνι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζουπάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), ζούπηξα βλ. πίν. 66 Σημειώσεις: ζουλάω και ζουπάω : προέρχονται αντίστοιχα από τα ρ. ζουλίζω και ζουπίζω, τα οποία όμως δε χρησιμοποιούνται σήμερα. Οι τύποι σε άω έχουν επικρατήσει στην κοινή νεοελληνική (δες και… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζουλάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), ζούληξα βλ. πίν. 66 Σημειώσεις: ζουλάω και ζουπάω : προέρχονται αντίστοιχα από τα ρ. ζουλίζω και ζουπίζω, τα οποία όμως δε χρησιμοποιούνται σήμερα. Οι τύποι σε άω έχουν επικρατήσει στην κοινή νεοελληνική (δες και… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζουπίζω — ισα, ίστηκα, ζουπισμένος, η, ο, ζουπάω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”